- στραφοῦσι
- στράπτωlightenaor subj pass 3rd pl (epic)στρέφωAër.aor subj pass 3rd pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκυνώ — άω / προσκυνῶ, έω, ΝΜΑ 1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ… … Dictionary of Greek
όντε — και όντες (χρον. σύνδ.) (ιδίως στον Ερωτόκρ.) όταν («τα μάτια όντε στραφούσι», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όντας] … Dictionary of Greek